
Ανάμεσα στα τόσα στρατιωτικά ρολόγια που φορέθηκαν στα πεδία των φονικών μαχών του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, σε ξηρά, θάλασσα και ουρανό (Dirty Dozen, B-Uhr , A-11 και τόσα άλλα) το λιγότερο ίσως διάσημο είναι το ιαπωνικό Sheikosha Tensoku. Και όμως, κανένα άλλο ρολόϊ, οποιουδήποτε στρατού στην ιστορία, δεν υπήρξε τόσο τραγικά συνδεδεμένο με την μοίρα εκείνων που το φορούσαν στον καρπό τους. Μιας και το Tensoku ήταν το ρολόϊ που μετρούσε τις τελευταίες, πραγματικά, στιγμές της ζωής των Ιαπώνων πιλότων μαχητικών αεροσκαφών, από τη στιγμή που απογειώνονταν, μέχρι και το μοιραίο δευτερόλεπτο της συντριβής τους πάνω στα πλοία του αμερικανικού στόλου.
To Tensoku, που παραγόταν από τη Seiko μεταξύ του 1941 και του 1945, παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με τα γερμανικά flieger, ιδίως όσον αφορά στο μέγεθος και στην υπερμεγέθη κορώνα, που επέτρεπε το κούρδισμα ενόσω ο πιλότος φορούσε τα χοντρά γάντια πτήσης. Στο εσωτερικό της επινικελωμένης κάσας διαμέτρου 48,5 mm χτυπούσε ο ήδη δοκιμασμένος Sheikosha 19 Ligne των 15 (ή 17, σε κάποια παραλλαγή του ρολογιού) λίθων, εφοδιασμένος με ελατήριο Bréguet, ο οποίος είχε πρωτοεμφανιστεί το 1929 στα ρολόγια τσέπης των Ιαπώνων σιδηροδρομικών υπαλλήλων.
Αξίζει να σημειωθεί πως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Tensoku, σε σχέση με τα υπόλοιπα αεροπορικά ρολόγια της εποχής, αποτελούσε η αυλακωτή στεφάνη του, που ήταν περιστρεφόμενη, ώστε να διευκολύνεται ο πιλότος στον υπολογισμό των χρόνων πτήσης κατά τη διάρκεια των αποστολών. Τα αραβικά νούμερα στο μαύρο καντράν έφεραν στις ώρες 12, 3, 6 και 9 επικάλυψη ραδίου, όπως άλλωστε και οι δείκτες, κατά την πρακτική εκείνης της περιόδου. Σύμφωνα με τον David Thomson του Βρετανικού Μουσείου, τα συγκεκριμένα καντράν θεωρούνται ιδιαίτερα ραδιενεργά, ακόμη και σήμερα.
Σε μια τελευταία εκδοχή του ρολογιού, προς τη δύση πλέον του πολέμου, η παραπάνω καλίμπρα είχε ήδη αντικατασταθεί με μία πολύ υποδεέστερη και λιγότερο ακριβή ως προς τη χρονομετρία της, μόλις 9 λίθων, εγκιβωτισμένη σε μια εντελώς αφινίριστη κάσα. Η σοβαρή αυτή υποβάθμιση της ποιότητας του ρολογιού αντικατόπτριζε τη συνολική φθίνουσα πορεία της Ιαπωνικής βιομηχανίας, ιδίως από το 1944 και κατόπιν, όταν πλέον η χώρα στερείτο βασικών πρώτων υλών, σε σημείο τέτοιο ώστε να αποξηλώνονται συστηματικά μέχρι και οι χαλκοσωλήνες από τις οικιακές υδραυλικές εγκαταστάσεις, προκειμένου να εξοικονομηθεί έστω και το ελάχιστο μέταλλο για τις ανάγκες της χώρας.
Η ίδια η Seiko, η οποία κατά τον χρόνο της ιαπωνικής εισβολής στην Μαντζουρία είχε φθάσει να κατασκευάζει πάνω από δύο εκατομμύρια ρολόγια ετησίως, κατάληξε την τελευταία χρονιά του πολέμου να έχει ρίξει την παραγωγή της στα μόλις είκοσι χιλιάδες ρολόγια, τόσο λόγω της έλλειψης πρώτων υλών και προσωπικού, όσο βέβαια και λόγω της σχεδόν oλοσχερούς καταστροφής των εγκαταστάσεών της, εξαιτίας των αδιάκοπων συμμαχικών βομβαρδισμών.
Τα μέχρι σήμερα σωζόμενα Tensoku είναι ιδιαίτερα σπάνια, λογικό άλλωστε, αφού τα περισσότερα από αυτά είτε υπέστησαν τη σύντηξη με τις φλεγόμενες λαμαρίνες των αμερικανικών πλοίων που κατόρθωσαν να πλήξουν οι αυτοκρατορικοί πιλότοι, είτε, στις εννέα στις δέκα επιθέσεις, κατέληξαν στους βυθούς του Ειρηνικού, μαζί με τα κουφάρια εκείνων των Zero, των Hayabusa και των Shōki που καταρρίφθηκαν πριν πετύχουν τους στόχους τους. Πέραν αυτού, κανείς kamikaze δεν συνελήφθη ποτέ ζωντανός, ώστε να περιέλθει το ρολόϊ του σε εχθρικά χέρια. Τέλος, στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, τα υπάρχοντα έως σήμερα δείγματα των Tensoku φυλάσσονται ευλαβικά από τις οικογένειες των πεσόντων αεροπόρων, ως ιερά κειμήλια και αναμνηστικά πράξων υπέρτατης θυσίας και γι’ αυτόν ιδίως το λόγο είναι μάλλον απίθανο να καταλήξουν σε δημοπρασίες.
Στο ίδιο αυτό πνεύμα, η ίδια η Seiko δεν διανοήθηκε ποτέ να προχωρήσει σε κάποια επανέκδοση του ιστορικού αυτού ρολογιού, ακόμη και τη στιγμή που ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρείες πετύχαιναν την αναβίωσή τους και την εκτόξευση των πωλήσεών τους, συνδέοντας εμμονικά τα σύγχρονα προϊόντα τους με κάποιο υποτιθέμενο ένδοξο στρατιωτικό υπόβαθρο του παρελθόντος. Για την ιαπωνική, όμως, βαθιά προγονολατρική κουλτούρα και τον αντίστοιχο ηθικό κώδικα, η εμπορική εκμετάλλευση της τραγικής θυσίας των kamikaze θα αποτελούσε βεβήλωση της μνήμης τους. Δεν θα πρέπει να λησμονηθεί ότι η Ιαπωνία, τόσο ως επίσημο κράτος όσο και ως κοινωνία, αντίθετα με τη μετάνοια που επέδειξαν οι υπόλοιποι ηττημένοι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (και δη οι Γερμανοί), υπήρξε και εξακολουθεί να είναι απρόθυμη να αντιμετωπίσει πράγματι οποιαδήποτε ιστορική ενοχή για τα όσα φοβερά συνέβησαν τότε.
Όσο για την κατασκευάστρια του ιστορικού Tensoku, που το τέλος του πολέμου την βρίσκει ουσιαστικά εξαϋλωμένη και με τα όλα τα εργοστάσιά της ισοπεδωμένα, χρειάστηκε μόλις είκοσι χρόνια για να παρουσιάσει στον κόσμο ένα σπουδαίο δημιούργημα, ειρήνης αυτή τη φορά, το ακριβέστερο κουρδιστό ρολόϊ της εποχής, το θρυλικό 44 GS.
Κείμενο : dennis66
Πηγές :
Max Hastings «Nemesis, the Battle for Japan», 2007
M.G.Sheftall «Blossoms in The Wind», 2005
Ruth Benedict «The Chrysanthemum and the Sword : Patterns of Japanese Culture»
Bhanu Chopra (http://www.watchuseek.com" onclick="window.open(this.href);return false;) «Flieger Friday : Sheikosha Kamikaze», 2018
Les Rhabilleurs «Seikosha Tensoku : La montre des Tokkotai», 2017