ΜΑΧΑΙΡΙΑ...
Re: ΜΑΧΑΙΡΙΑ...
Επιτρέψτε μου να βαλω ενα ακομα αφιερωμα στο κρητικο μαχαιρι απο το βιβλιο..
"Το Κρητικό Μαχαίρι" του Νίκου Βασιλάτου..
Το Κρητικό μαχαίρι, αχώριστος σύντροφος κάθε Κρητικού παλιότερα, το πήραν μαζί τους οι Κρητικοί παντού όπου και αν πήγαν είτε ως ταξιδιώτες, είτε ως μετανάστες, όταν σε δύσκολες εποχές ορισμένοι απ' αυτούς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το όμορφο νησί τους.
Μπορεί να το συναντήσει κανείς εκτός από την Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου. Από την Αίγυπτο μέχρι τη Ρωσία και από τις ΗΠΑ και τον Καναδά μέχρι την Αυστραλία, είτε σε σπίτια Κρητικών περήφανο οικογενειακό κειμήλιο, είτε σε καταστήματα μεταχειρισμένων ειδών και παλαιοπωλεία σκονισμένο και χωρίς ταυτότητα, ανάμεσα σ' ένα σωρό ετερόκλητα αντικείμενα να περιμένει τον άνθρωπο που θα τ' αναγνωρίσει και θα τ' αποκτήσει, καταβάλλοντας ως αντίτιμο κάποιο χρηματικό ποσό. Καθένα απ' αυτά κρύβει μία μικρή ή μεγάλη ιστορία, μία ιστορία δεμένη με το νησί της Κρήτης και με την Κρητική παλικαροσύνη.
Αφού λοιπόν η παράδοση και τα ιστορικά τεκμήρια έχουν πολιτιστική αξία και πολιτιστική φερεγγυότητα, αξίζει να μελετηθεί και να τιμηθεί το χειροποίητο Κρητικό μαχαίρι, προτού η παραδοσιακή κατασκευή του σβήσει μέσα στην ατέρμονη κίνηση του χρόνου και τούτο, γιατί κάθε φορά που σβήνει μία παραδοσιακή τέχνη, ο ανθρώπινος πολιτισμός γίνεται φτωχότερος.
Ένα από τα πρώτα εργαλεία τα οποία κατασκεύασε ο άνθρωπος και το οποίο τον βοήθησε να επιβιώσει στη μακριά και δύσκολη εποχή της αυγής του πολιτισμού είναι το μαχαίρι, το πρώτο αγχέμαχο όπλο. Για την κατασκευή του, μιμήθηκε στο σχήμα τα νύχια των άγριων ζώων, με τα οποία αυτά έπιαναν και φόνευαν τη λεία τους.
Ένα από τα παλιότερα δείγματα μαχαιριού με τη μορφή με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα βρέθηκε στο Τζεμπέλ - Ελ - Αράκ ( Gebel - El - Arak ) της Αιγύπτου, κατασκευάστηκε από επεξεργασμένο οψιδιανό λίθο κι έχει λαβή από ελεφαντόδοντο, διακοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις εμπνευσμένες από πολεμικές σκηνές. Το μαχαίρι αυτό κατασκευάστηκε γύρω στο 3.400 π.Χ. και βρίσκεται σήμερα στο μουσείο του Λούβρου. Όμως και στην Κίνα, τη Μεσοποταμία και το Λουριστάν του Ιράν βρέθηκαν μαχαίρια τα οποία αγγίζουν την ηλικία των 5.000 ετών.
Αλλά και στη Μυκηναϊκή Ελλάδα από το 1.500 π.Χ. και μετά κατασκευάστηκαν θαυμάσια αμφίστομα χάλκινα και ορειχάλκινα μαχαίρια, τα οποία το εμπόριο και το κίνητρο του κέρδους τα μετέφερε ακόμα και σε άλλους μακρινούς ευρωπαϊκούς τόπους, αφού το εξαγωγικό εμπόριο όπλων άνθισε στη Μυκηναϊκή εποχή.
Και στην κλασική Ελλάδα όμως, είχε ανθίσει η κατασκευή πληθώρας αγχέμαχων όπλων και κυρίως μαχαιριών, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στους αμέτρητους πολέμους, οι οποίοι κατασπάραξαν την Ελλάδα της κλασικής εποχής.
Την ίδια εποχή της Μυκηναϊκής ακμής, στη Μινωική Κρήτη η οποία μας κληροδότησε αρκετά λαμπρά έργα ενός προηγμένου και ταυτόχρονα ιδιόμορφου πολιτισμού, κατασκευάστηκαν αξιόλογα μαχαίρια, ελάχιστα δείγματα των οποίων έφτασαν μέχρι την εποχή μας. Στο μουσείο του Ηρακλείου μάλιστα, φυλάσσεται αγαλματίδιο πολεμιστή από τη Σητεία, Μινωικής εποχής, οπλισμένου με μαχαίρι το οποίο παρουσιάζει μερικές ομοιότητες με τα σύγχρονα Κρητικά μαχαίρια. Αξίζει ιδιαίτερα να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, τα αγχέμαχα όπλα και τα πολεμικά κράνη γεννήθηκαν στην Κρήτη, αφού εφευρέτες τους θεωρούνται οι Κουρήτες, ακόλουθοι του Δία.
Η ανάγκη άμυνας του μεγαλύτερου ελληνικού νησιού είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της μεταλλουργίας και κατ' επέκταση της κατασκευής όπλων στην Κρήτη κατά την κλασική εποχή, όταν οι τοξότες του νησιού είχαν εξαιρετική φήμη σ' ολόκληρη την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, για τη δεινότητα με την οποία χειρίζονταν τα όπλα αυτά. Τη ρωμαϊκή εποχή, οι Ρωμαίοι απέκτησαν πικρή πείρα της μαχητικής ικανότητας των Κρητικών και της ευθυβολίας των τόξων τους όταν κατέλαβαν το νησί.
Κατά το Μεσαίωνα και ειδικότερα κατά τον 9ο αιώνα η Κρήτη καταλήφθηκε από τους Σαρακηνούς, οι οποίοι ήρθαν από την Ισπανία. Με ορμητήριο το νησί ταλαιπωρούσαν με τις επιδρομές τους ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Οι Σαρακηνοί της Κρήτης κατασκεύαζαν διάφορους τύπους όπλων επιτόπια και μ' αυτά εξόπλιζαν πλοία και πληρώματα κατά τις ναυτικές επιδρομές τους.
Μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά και την καταστροφή των Σαρακηνών της Κρήτης, το νησί επανήλθε στην εξουσία των Βυζαντινών όπου και παρέμεινε μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα, οπότε πέρασε στα χέρια των Βενετών πολύτιμο λάφυρο από τη διανομή των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά τη διάλυση της από τους Σταυροφόρους της τέταρτης σταυροφορίας.
Οι Βενετοί κράτησαν την Κρήτη κάτω από την εξουσία τους για περισσότερα από 450 χρόνια. Στο γεγονός αυτό συνέβαλε η εξαιρετική οργάνωση της διοικητικής τους μηχανής και το αμυντικό σύστημα το οποίο είχαν αναπτύξει στο νησί, σύμφωνα με το οποίο εκτός από τις ισχυρές τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις, η άμυνα ενισχυόταν από την τοπική πολιτοφυλακή Κρητικών τοξοτών, φημισμένων σε ολόκληρη την ανατολή και από τις δυνάμεις των Ελλήνων και Ιταλών γαιοκτημόνων του νησιού. Οι τελευταίες αυτές δυνάμεις εξοπλίζονταν ασφαλώς με όπλα τα οποία κατασκεύαζαν επιτόπια Κρητικοί τεχνίτες.
Μαρτυρίες για τη χρήση μαχαιριών για πολεμικούς σκοπούς κατά το Μεσαίωνα έχουμε σε γραπτές πηγές, οι οποίες αναφέρονται στην επανάσταση των Ψαρομηλίγγων κατά των Βενετών στα μέσα του 14ου αιώνα. Κατά την επανάσταση εκείνη οι Κρητικοί επαναστάτες ήταν οπλισμένοι με τόξα, λόγχες, ρόπαλα, μαχαίρες και πέλεκεις.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, την εποχή της Βενετοκρατίας υπήρχαν μαχαιράδικα στο Ηράκλειο της Κρήτης, εγκαταστημένα στην ίδια ακριβώς θέση που βρίσκονται και σήμερα.
Μετά την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης, οι μεταλλουργοί του νησιού συνέχιζαν να κατασκευάζουν εξαίρετα μεταλλουργικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων και μαχαίρια, τα οποία κατά το 19ο αιώνα με τις επανειλημμένες επαναστάσεις των Κρητικών οι οποίοι διψούσαν για ελευθερία, αποκτούν ξεχωριστή αξία.
Η συναισθηματική αλλά και πρακτική πολεμική αξία του Κρητικού μαχαιριού συνεχίστηκε και στον αιώνα μας, αφού το Κρητικό μαχαίρι υπήρξε απαραίτητο συμπλήρωμα της πολεμικής εξάρτησης του Κρητικού παλικαριού στο Μακεδονικό αγώνα, στους Βαλκανικούς πολέμους, στη Μικρασιατική εκστρατεία, ακόμα και κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου όπου οι Κρητικοί αντάρτες ήταν οπλισμένοι και με το παραδοσιακό τους Κρητικό μαχαίρι, σύμβολο της Κρητικής αντρειοσύνης και του πνεύματος αντίστασης της Κρήτης εναντίον κάθε κατακτητή.
"Το Κρητικό Μαχαίρι" του Νίκου Βασιλάτου..
Το Κρητικό μαχαίρι, αχώριστος σύντροφος κάθε Κρητικού παλιότερα, το πήραν μαζί τους οι Κρητικοί παντού όπου και αν πήγαν είτε ως ταξιδιώτες, είτε ως μετανάστες, όταν σε δύσκολες εποχές ορισμένοι απ' αυτούς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το όμορφο νησί τους.
Μπορεί να το συναντήσει κανείς εκτός από την Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου. Από την Αίγυπτο μέχρι τη Ρωσία και από τις ΗΠΑ και τον Καναδά μέχρι την Αυστραλία, είτε σε σπίτια Κρητικών περήφανο οικογενειακό κειμήλιο, είτε σε καταστήματα μεταχειρισμένων ειδών και παλαιοπωλεία σκονισμένο και χωρίς ταυτότητα, ανάμεσα σ' ένα σωρό ετερόκλητα αντικείμενα να περιμένει τον άνθρωπο που θα τ' αναγνωρίσει και θα τ' αποκτήσει, καταβάλλοντας ως αντίτιμο κάποιο χρηματικό ποσό. Καθένα απ' αυτά κρύβει μία μικρή ή μεγάλη ιστορία, μία ιστορία δεμένη με το νησί της Κρήτης και με την Κρητική παλικαροσύνη.
Αφού λοιπόν η παράδοση και τα ιστορικά τεκμήρια έχουν πολιτιστική αξία και πολιτιστική φερεγγυότητα, αξίζει να μελετηθεί και να τιμηθεί το χειροποίητο Κρητικό μαχαίρι, προτού η παραδοσιακή κατασκευή του σβήσει μέσα στην ατέρμονη κίνηση του χρόνου και τούτο, γιατί κάθε φορά που σβήνει μία παραδοσιακή τέχνη, ο ανθρώπινος πολιτισμός γίνεται φτωχότερος.
Ένα από τα πρώτα εργαλεία τα οποία κατασκεύασε ο άνθρωπος και το οποίο τον βοήθησε να επιβιώσει στη μακριά και δύσκολη εποχή της αυγής του πολιτισμού είναι το μαχαίρι, το πρώτο αγχέμαχο όπλο. Για την κατασκευή του, μιμήθηκε στο σχήμα τα νύχια των άγριων ζώων, με τα οποία αυτά έπιαναν και φόνευαν τη λεία τους.
Ένα από τα παλιότερα δείγματα μαχαιριού με τη μορφή με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα βρέθηκε στο Τζεμπέλ - Ελ - Αράκ ( Gebel - El - Arak ) της Αιγύπτου, κατασκευάστηκε από επεξεργασμένο οψιδιανό λίθο κι έχει λαβή από ελεφαντόδοντο, διακοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις εμπνευσμένες από πολεμικές σκηνές. Το μαχαίρι αυτό κατασκευάστηκε γύρω στο 3.400 π.Χ. και βρίσκεται σήμερα στο μουσείο του Λούβρου. Όμως και στην Κίνα, τη Μεσοποταμία και το Λουριστάν του Ιράν βρέθηκαν μαχαίρια τα οποία αγγίζουν την ηλικία των 5.000 ετών.
Αλλά και στη Μυκηναϊκή Ελλάδα από το 1.500 π.Χ. και μετά κατασκευάστηκαν θαυμάσια αμφίστομα χάλκινα και ορειχάλκινα μαχαίρια, τα οποία το εμπόριο και το κίνητρο του κέρδους τα μετέφερε ακόμα και σε άλλους μακρινούς ευρωπαϊκούς τόπους, αφού το εξαγωγικό εμπόριο όπλων άνθισε στη Μυκηναϊκή εποχή.
Και στην κλασική Ελλάδα όμως, είχε ανθίσει η κατασκευή πληθώρας αγχέμαχων όπλων και κυρίως μαχαιριών, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στους αμέτρητους πολέμους, οι οποίοι κατασπάραξαν την Ελλάδα της κλασικής εποχής.
Την ίδια εποχή της Μυκηναϊκής ακμής, στη Μινωική Κρήτη η οποία μας κληροδότησε αρκετά λαμπρά έργα ενός προηγμένου και ταυτόχρονα ιδιόμορφου πολιτισμού, κατασκευάστηκαν αξιόλογα μαχαίρια, ελάχιστα δείγματα των οποίων έφτασαν μέχρι την εποχή μας. Στο μουσείο του Ηρακλείου μάλιστα, φυλάσσεται αγαλματίδιο πολεμιστή από τη Σητεία, Μινωικής εποχής, οπλισμένου με μαχαίρι το οποίο παρουσιάζει μερικές ομοιότητες με τα σύγχρονα Κρητικά μαχαίρια. Αξίζει ιδιαίτερα να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, τα αγχέμαχα όπλα και τα πολεμικά κράνη γεννήθηκαν στην Κρήτη, αφού εφευρέτες τους θεωρούνται οι Κουρήτες, ακόλουθοι του Δία.
Η ανάγκη άμυνας του μεγαλύτερου ελληνικού νησιού είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της μεταλλουργίας και κατ' επέκταση της κατασκευής όπλων στην Κρήτη κατά την κλασική εποχή, όταν οι τοξότες του νησιού είχαν εξαιρετική φήμη σ' ολόκληρη την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, για τη δεινότητα με την οποία χειρίζονταν τα όπλα αυτά. Τη ρωμαϊκή εποχή, οι Ρωμαίοι απέκτησαν πικρή πείρα της μαχητικής ικανότητας των Κρητικών και της ευθυβολίας των τόξων τους όταν κατέλαβαν το νησί.
Κατά το Μεσαίωνα και ειδικότερα κατά τον 9ο αιώνα η Κρήτη καταλήφθηκε από τους Σαρακηνούς, οι οποίοι ήρθαν από την Ισπανία. Με ορμητήριο το νησί ταλαιπωρούσαν με τις επιδρομές τους ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Οι Σαρακηνοί της Κρήτης κατασκεύαζαν διάφορους τύπους όπλων επιτόπια και μ' αυτά εξόπλιζαν πλοία και πληρώματα κατά τις ναυτικές επιδρομές τους.
Μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά και την καταστροφή των Σαρακηνών της Κρήτης, το νησί επανήλθε στην εξουσία των Βυζαντινών όπου και παρέμεινε μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα, οπότε πέρασε στα χέρια των Βενετών πολύτιμο λάφυρο από τη διανομή των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά τη διάλυση της από τους Σταυροφόρους της τέταρτης σταυροφορίας.
Οι Βενετοί κράτησαν την Κρήτη κάτω από την εξουσία τους για περισσότερα από 450 χρόνια. Στο γεγονός αυτό συνέβαλε η εξαιρετική οργάνωση της διοικητικής τους μηχανής και το αμυντικό σύστημα το οποίο είχαν αναπτύξει στο νησί, σύμφωνα με το οποίο εκτός από τις ισχυρές τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις, η άμυνα ενισχυόταν από την τοπική πολιτοφυλακή Κρητικών τοξοτών, φημισμένων σε ολόκληρη την ανατολή και από τις δυνάμεις των Ελλήνων και Ιταλών γαιοκτημόνων του νησιού. Οι τελευταίες αυτές δυνάμεις εξοπλίζονταν ασφαλώς με όπλα τα οποία κατασκεύαζαν επιτόπια Κρητικοί τεχνίτες.
Μαρτυρίες για τη χρήση μαχαιριών για πολεμικούς σκοπούς κατά το Μεσαίωνα έχουμε σε γραπτές πηγές, οι οποίες αναφέρονται στην επανάσταση των Ψαρομηλίγγων κατά των Βενετών στα μέσα του 14ου αιώνα. Κατά την επανάσταση εκείνη οι Κρητικοί επαναστάτες ήταν οπλισμένοι με τόξα, λόγχες, ρόπαλα, μαχαίρες και πέλεκεις.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, την εποχή της Βενετοκρατίας υπήρχαν μαχαιράδικα στο Ηράκλειο της Κρήτης, εγκαταστημένα στην ίδια ακριβώς θέση που βρίσκονται και σήμερα.
Μετά την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης, οι μεταλλουργοί του νησιού συνέχιζαν να κατασκευάζουν εξαίρετα μεταλλουργικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων και μαχαίρια, τα οποία κατά το 19ο αιώνα με τις επανειλημμένες επαναστάσεις των Κρητικών οι οποίοι διψούσαν για ελευθερία, αποκτούν ξεχωριστή αξία.
Η συναισθηματική αλλά και πρακτική πολεμική αξία του Κρητικού μαχαιριού συνεχίστηκε και στον αιώνα μας, αφού το Κρητικό μαχαίρι υπήρξε απαραίτητο συμπλήρωμα της πολεμικής εξάρτησης του Κρητικού παλικαριού στο Μακεδονικό αγώνα, στους Βαλκανικούς πολέμους, στη Μικρασιατική εκστρατεία, ακόμα και κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου όπου οι Κρητικοί αντάρτες ήταν οπλισμένοι και με το παραδοσιακό τους Κρητικό μαχαίρι, σύμβολο της Κρητικής αντρειοσύνης και του πνεύματος αντίστασης της Κρήτης εναντίον κάθε κατακτητή.
-
- Δημοσιεύσεις: 2470
- Εγγραφή: Παρ Μάιος 15, 2009 7:46 pm
- Has thanked: 387 times
- Been thanked: 111 times
Re: ΜΑΧΑΙΡΙΑ...
ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ
Η ιστορία εξελίσσεται γύρω στο 700 μ.Χ. στην Ιαπωνία.
Ένας Γιαπωνέζος κατασκευαστής σπαθιών, που ονομαζόταν Αμακούνι, έκλαιγε, καθώς παρακολουθούσε την αξιολύπητη επιστροφή των τραυματισμένων στρατιωτών της Επαρχίας Γιαμάτο, ύστερα από την ήττα τους. Έμπαιναν στο σιδηρουργείο του και του έδειχναν τα σπασμένα σπαθιά, που είχαν καταστραφεί κατά την διάρκεια της μάχης.
Ο Αμακούνι ορκίστηκε πως ποτέ πια δεν θα αισθανόταν υπεύθυνος για το θάνατο των φίλων του και των γειτόνων του, εξαιτίας των σπαθιών του, που έσπασαν την ώρα της μάχης. Μερικοί είπαν ότι ήταν θεία έμπνευση, όμως μετά από αυτό το γεγονός, εκείνο το χρόνο ο Αμακούνι κατασκεύασε το περίφημο παραδοσιακό Γιαπωνέζικο σπαθί!
Τον επόμενο χρόνο πλέον έκλαψε από χαρά, καθώς όλοι οι στρατιώτες επέστρεψαν στην πατρίδα, κραδαίνοντας τα γερά σπαθιά τους πάνω από τα κεφάλια τους, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ενώ περνούσαν από την ανοιχτή πόρτα του σιδηρουργείου του.
Από τότε, το μοναδικό Γιαπωνέζικο όπλο που αντιμετώπιζαν οι εχθροί, ήταν το σπαθί. Και γιατί όχι, αφού δοκίμαζαν τα μεγάλα σπαθιά, κόβοντας εφτά αιχμαλώτους στη μέση με ένα μόνο χτύπημα. Μετά έριχναν μια μονή κλωστή από μετάξι στην ίδια λεπίδα, που θα μπορούσε να κοπεί στα δύο και μόνο από το βάρος της.
Οι κατασκευαστές σπαθιών ήταν σχεδόν θεοί. Τα σπουδαία σπαθιά του Μουσαμούνε φημίζονταν για το ότι δεν χρειαζόντουσαν ακόνισμα για 1000 χρόνια. Και οι λεπίδες του Μουραμάσου, μαθητή του Moυσαμoύνε, έλεγαν, πως "δίψαγαν για αίμα".
Παρ 'όλα αυτά, το γεγονός και μόνο πως κάθε Γιαπωνέζος πολεμιστής ήταν ξιφομάχος, τα τελευταία 1280 χρόνια, εδραίωνε την αλήθεια. Μια αυθεντική λεπίδα του Αμακούνι στοιχίζει σήμερα όσο ένα τζετ F-16. Άμα αποκτήσεις ένα σπαθί του Μουσαμούνε, αυτομάτως γίνεσαι εκατομμυριούχος. Ακόμα και μ' ένα σπαθί του Μουραμάσου, από Φορντ αποκτάς Ρολς Ρόυς!
Αυτά ισχύουν στη σημερινή εποχή... Χιλιάδες χρόνια πριν, ένα καλό σπαθί άξιζε όσα κέρδιζε ένας άνθρωπος σε τρία με τέσσερα χρόνια. Το παραδοσιακό ξίφος ήταν ένα καλάμι από μπαμπού. Το μπαμπού ήταν φθηνό και απέδιδε καλά, οι Γιαπωνέζοι, ανέκαθεν ήταν πρακτικοί άνθρωποι.
Οι πιο φημισμένοι παλιοί σαμουράι διακρίθηκαν σαν μεγάλοι τοξότες ή λογχοφόροι. Ο Μιναμότο Γιοριγιόσι επιλέχθηκε για να οδηγήσει τα στρατεύματα εναντίον των Φούσου το 1063 επειδή, εκτός του ότι ήταν γενναίος και σοφός, ήταν και σπουδαίος τοξότης.
Σύμφωνα με την παράδοση οι θεοί έδωσαν στους αυτοκράτορες τρεις θησαυρούς: το σπαθί, τα κοσμήματα και τον καθρέφτη. Αλλά οι πρώτοι πόλεμοι διεξάγονταν πάνω στο άλογο - τουλάχιστον από τους αρχηγούς. Οι Φούσου, τους οποίους ο Μιναμότο σύντριψε, ήταν διακεκριμένοι τοξότες.
Οι ικανότητες στην τοξοβολία ονομάζονταν “κύου-ζούτσου”. Έφτασαν σε τόσο μεγάλα ύψη ανάπτυξης ώστε το μπουσίντο, (η συμπεριφορά του πολεμιστή) ήταν επίσης γνωστό σαν "η συμπεριφορά του τόξου και του αλόγου".
Όλα τα Γιαπωνέζικα όπλα απαιτούσαν μεγάλη δεξιοτεχνία και δύναμη. Αλλά η τοξοβολία, διδασκόταν σαν θρησκευτική ιεροτελεστία και χρειαζόταν, περισσότερο χρόνο εκμάθησης και μεγαλύτερη αυτοσυγκέντρωση, ίσως περισσότερη απ’ ότι τα άλλα όπλα. Ήταν για τους αριστοκράτες και σπάνια στις μάχες υπήρχε τοξότης που προερχόταν από τις λαϊκές μάζες. Το Γιαπωνέζικο έθιμο για τους τοξότες ήταν να αγωνίζονται με το άλογό τους στη πρώτη γραμμή και να ανταλλάσσουν βέλη με τον εχθρό, ιδίως καλπάζοντας. Όταν η θήκη του άδειαζε, τότε ο τοξότης μπορούσε να επιστρέψει στα μετόπισθεν. Με αυτό τον τρόπο, ο σαμουράι μπορούσε να επιδείξει το θάρρος και την επιδεξιότητά του σαν άτομο πλέον μπροστά από τους δύο στρατούς.
Τα παραδοσιακά όπλα περιλαμβάνουν τουλάχιστον 12 είδη:
Κατάνα:
Είναι το Γιαπωνέζικο μακρύ ξίφος. Υπάρχουν παραλλαγές, αλλά γύρω στο 700 π.Χ. η κατάνα έχει μια λεπίδα, με μονή κόψη μήκους δύο έως πέντε ποδιών, χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε την τσούκα (λαβή). Το ατσάλι έχει σφυρηλατηθεί μέσα σε λεπτά φύλλα μετάλλου και έχει τυλιχθεί μέσα σ’ αυτά. Αυτά τα φύλλα του μετάλλου τα ζεσταίνουν, τα σφυρηλατούν και τα ενώνουν μεταξύ τους. Μια καρδιά μαλακού σιδήρου την τυλίγουν σε φλούδα από το διπλωμένο αυτό ατσάλι και βάζουν μέτριας σκληρότητας ατσάλι στο πίσω μέρος και στα πλάγια της λεπίδας και πολύ σκληρό ατσάλι στην κοφτερή ακμή της. Κατά την επεξεργασία, το μήκος της λεπίδας παίρνει μια χαρακτηριστική καμπύλη, επειδή η κοφτερή άκρη είναι λεπτότερη από την πίσω πλευρά της λεπίδας. Καθώς η κατεργασία γίνεται σε διαφορετικά μέρη της λεπίδας κάτω από διαφορετικές θερμοκρασίες, είναι δυνατή η κατασκευή πολύ σκληρής, και εύθραυστης κοφτερής ακμής, πιο κοφτερής και από ένα τέλειο ξυράφι, ενώ το μαλακότερο μέταλλο στα πλάγια, στο κέντρο και στο πίσω μέρος της λεπίδας, έχει τη δύναμη και την αντοχή του μέτριας σκληρότητας ατσαλιού.
Αντίθετα με τα περισσότερα σπαθιά της Δύσης, τα Γιαπωνέζικα χρησιμοποιούνται για να σχίζουν και όχι για να κατακρεουργούν.
Στην επίθεση ο ξιφομάχος φέρνει τη λεπίδα μπροστά του (ή την τινάζει απότομα μακριά) κυριολεκτικά φράσσοντας το δρόμο στον αντίπαλό του. Η απόκρουση γίνεται με το πίσω ή με το πλαϊνό μέρος της λεπίδας. Αλλά συνήθως η άμυνα στο κενζούτσου, την τέχνη της Γιαπωνέζικης ξιφομαχίας, περιλαμβάνει ελιγμούς.
Οι διαφορές στο μήκος του ξίφους οφείλονται, στις διαφορετικές φάσεις της ιστορίας. Όταν οι σαμουράι ήταν έφιπποι, οι μακριές λεπίδες ήταν απαραίτητες για να φτάνουν τον αντίπαλο που ήταν στο έδαφος. Αυτά τα μακριά σπαθιά κρέμονταν απο ένα σχοινί, δεμένο στην “όμπι” (ζώνη) του έφιππου ξιφομάχου και ονομάζονταν "τάτσι". Μετά το 1600, οι περισσότεροι σαμουράι δεν μπορούσαν να έχουν άλογα. Τα κρεμασμένα τάτσι ήταν σε κλίση, και οι ξιφομάχοι σκόνταφταν. Γι’ αυτό κόντυναν τα σπαθιά τα οποία τώρα φορούσαν χωμένα μέσα στην όμπι, με την λεπίδα προς τα πάνω. Αυτά τα ξίφη τα ονόμασαν Κατάνα. Πολλά παλιά σπαθιά μετά το 1600 σμικρύνθηκαν σε μέγεθος για να φοριούνται σαν τα κατάνα.
Βακιζάσι:
Είναι το συμπληρωματικό σπαθί. Ο σαμουράι ήταν τίτλος, παρεμφερής με αυτόν του υπηρέτη.
Η δουλειά του σαμουράι ήταν σαν του στρατιώτη και το έμβλημα της τάξης του και των υπηρεσιών του, ήταν δύο σπαθιά χωμένα στη ζώνη. Το μήκος του βακιζάσι είναι μεγαλύτερο από ένα σάκου (περίπου 30 εκατ.) και μικρότερο από δύο σάκου. Το μήκος της λεπίδας πάντα υπολογίζεται απο την αιχμηρή άκρη μέχρι το τέλος της ράχης του σπαθιού. Υπάρχουν διάφορα στυλ ξιφομαχίας με βακιζάσι, αλλά η κυριότεροι χρησιμοποίησή του, κατά την εποχή των Τοκαγκάβα, ήταν σαν σύμβολο της τάξης των σαμουράι. Αυτό δεν σημαίνει πως το βακιζάσι δεν είναι όπλο. Στα αρχοντικά των ντάιμγιο (αφεντάδων) και των αριστοκρατών, δεν επιτρεπόταν σ’ ένα σαμουράι να φέρει μακρύ ξίφος. Είχε όμως πάντα μαζί του το βακιζάσι, το συμπληρωματικό ξίφος.
Ο Ασάνο Ναγκανόρι, ο ντάιμγιο του κάστρου Άκο σκοτώθηκε από βακιζάσι, στο ηρωικό επεισόδιο με τους 47 σαμουράι. Ο Ασάνο, στο παλάτι των σογκούν (αρχόντων του στρατού), τράβηξε το βακιζάσι του, και μέσα στην οργή του, τραυμάτισε τον Κίρα Γιοσιχίσα, ανώτερο του, αρχηγό του πρωτοκόλλου, που είχε διαπληκτιστεί μαζί του. Το γεγονός, ότι ο Ασάνο τράβηξε το μικρό του ξίφος μέσα στο παλάτι, άσχετα με το ότι τραυμάτισε τον Κίρα, τον οδήγησε στο σεπούκου (τελετουργική αυτοκτονία) και ολόκληρη η φυλή του στερήθηκε του δικαιώματος ψήφου. Όλοι ξέρουν ασφαλώς την ιστορία των 47 ρόνιν (σαμουράι χωρίς αφέντη), που σχεδίαζαν για ένα χρόνο την γνωστή τιμωρία του Κίρα, προτού κάνουν σεπoύκoυ οι ίδιοι.
Οι ρονίν, τυχαία, ήταν πότε πρόσκαιρα, πότε μόνιμα σαμουράι χωρίς συγκεκριμένο αφέντη. Μερικές φορές οι σαμουράι έπαιρναν την εντολή να γίνουν ρονίν, για να εκπαιδευτούν οι ίδιοι για κάποιο σκοπό, πράγμα το οποίο θα αντανακλούσε ντροπή στη φυλή εκείνου του σαμουράι που θα αποτύγχανε. Παρ’ όλα αυτά, οι ρονίν ήταν άνθρωποι απελπισμένοι. Το δραματικότερο απ' όλα, ήταν ότι, όταν έχαναν τις θέσεις τους, έθαβαν το συμπληρωματικό ξίφος τους στο πλάι του δρόμου, γεγονός που συμβόλιζε τη μοίρα τους.
Οι Γιαπωνέζοι αναγνωρίζουν επίσημα ένα κανονικό σχολείο μαχητικής τέχνης, το οποίο περιλαμβάνει ξιφομαχία και με μακρύ και με κοντό σπαθί συγχρόνως, Ονομάζεται “νέιτο” και επινοήθηκε από το Μιγιαμότο Μουσάσι, θρυλικό Γιαπωνέζο ξιφομάχο.
Παρ’ όλα αυτά, όλοι οι άλλοι μεγάλοι ξιφομάχοι χρησιμοποιούσαν το Γιαπωνέζικο ξίφος και με τα δύο χέρια. Το βακιζάσι το μεταχειριζόντουσαν, όταν ξιφομαχούσαν μέσα σε σπίτι.
Ένα βακιζάσι μπορεί να φτιαχτεί ακριβώς όπως μια κατάνα, μόνο που γίνεται μικρότερο. Συνήθως κατασκευάζεται από μονό κομμάτι καλοδιπλωμένου μετάλλου. Το μικρότερο μέγεθος δεν απαιτεί ίδια σκληρότητα με το μεγαλύτερο, (όπως η κατάνα, που επιτυγχάνεται με το συνδυασμό μαλακού, μεσαίου και σκληρού ατσαλιού),
Τάντο:
Είναι το στιλέτο μήκους μικρότερου από 30 εκ. Στη Γιαπωνέζικη οπλοποιία, υπάρχουν πολλά είδη, τάντο. Υπάρχει ακόμα μαχαίρι για αυτοάμυνα γυναικών. Υπάρχει η φήμη ότι με αυτό αυτοκτονούσαν για να περισώσουν την τιμή τους. Η συνηθέστερη μέθοδος αυτοκτονίας των γυναικών ήταν να κόβουν τις φλέβες τους. Οι περισσότερες κανονικές αυτoκτoνίες γινόντουσαν επίσης με το τάντο. Τύλιγαν τη λαβή και το χαμηλότερο άκρο της λεπίδας με άσπρο χαρτί, Αυτός που αυτοκτονούσε, έχωνε το μαχαίρι όσο πιο βαθιά μπορούσε στην αριστερή πλευρά της κοιλιάς του και προσπαθούσε να το σύρει μέχρι τη δεξιά πλευρά. Αλλάζοντας τον τρόπο πιασίματος του μαχαιριού, ανέβαζε την λεπίδα, κόβοντας τις νόθες πλευρές και τρυπώντας τους πνεύμονες. Ο καϊσάκου (βοηθός του), μπορούσε να αποκεφαλίσει αυτόν που αυτοκτονούσε τη στιγμή που ακόμα το αίμα έτρεχε. Συνήθως, ο αυτόχειρας και ο βοηθός συμφωνούσαν από πριν, ποτέ θα γίνει ο αποκεφαλισμός, είτε με ένα σινιάλο, όπως κλίση του κεφαλιού, είτε όταν το χέρι αυτού που αυτοκτονούσε έπαυε να μετακινεί το μαχαίρι. Το μακρύτερο και βαθύτερο κατά το δυνατόν κόψιμο ήταν επιβεβαίωση θάρρους και αποδοχής του κώδικα των σαμουράι, σύμφωνα με τον οποίο "ο θάνατος δεν είναι τίποτα παρά ένα φτερό".
Τα πρώτα χρόνια του ιαπωνικού πολέμου, όταν οι σαμουράι φορούσαν τα μακριά τους σπαθιά με το στυλ “τάτσι”, συνήθως είχαν μαζί τους και ένα “τάντο”. Το πιο χρήσιμο τάντο ονομαζόταν "κοφτερή αρματωσιά". Ήταν μια φοβερά βαριά λεπίδα, με τριγωνική διαγώνια τομή και ήταν προορισμένη για να διαπερνά το θώρακα.
Αν και τα κατάνα και βακιζάσι συνήθως έχουν πάντα μία “τσούμπα” (θήκη), το τάντο άλλοτε έχει και άλλοτε όχι. Είναι απλώς ένα είδος, δεν έχει καμία σχέση με τη λεπίδα.
Σoύρικεν:
Είναι απλής η διπλής αιχμής μαχαίρια χωρίς λαβές, Το μεγαλύτερο έχει μήκος περίπου 25,4 εκατ. Κυρίως το σούρικεν χρησιμοποιείται για να πετιέται στα μάτια του εχθρού.
Σάκεν:
Είναι μαχαίρια και αυτά χωρίς λαβή, με τρεις η περισσότερες αιχμές.
Γιούμι:
Είναι το τόξο. Το Γιαπωνέζικο τόξο κατασκευάστηκε για τους έφιππους πολεμιστές. Το πάνω μέρος του τόξου είναι μεγαλύτερο από το κάτω. Αρχίζοντας με το τόξο στην κανονική του θέση ο τοξότης το κρατάει κατά μήκος του χεριού πάνω από το κεφάλι και περνάει το βέλος. Καθώς κατεβάζει τα χέρια του, τραβάει το βέλος, μέχρι να τεντωθεί τελείως το τόξο, αφήνoντάς το όταν το βέλος βρίσκεται στο ύψος του προσώπου. Η δύναμη για το τέντωμα του τόξου μπορεί να υπερβεί τα 50 κιλά και δυνατοί, αγύμναστοι άνδρες μπορεί να αποτύχουν στην πρώτη δοκιμή τεντώματος του τόξου.
Οι Γιαπωνέζοι χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν το τόξο. Το μακρύ και το κοντό τόξο, είχαν σχεδιαστεί για να κάνουν τους έφιππους τοξότες πιο αποτελεσματικούς. Το γιούμι είναι κατασκευασμένο από λουρίδες μπαμπού και από άλλα υλικά κολλημένα μεταξύ τους και λουστραρισμένα με λάκα.
Το κύου-ζούτσου άρχισε να παρακμάζει κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Kαι ενώ χρειαζόντουσαν χρόνια για να εκπαιδευτεί ο τοξότης, με την εμφάνιση των πυροβόλων στην Ιαπωνία εκείνη την εποχή, ήταν ζήτημα ωρών να μετατραπεί ένας αγρότης σε στρατιώτη.
Γιάρι:
Είναι ένα δόρυ με μικρό κεφάλι. Το πιο λεπτό από όλα τα όπλα, σχεδιασμένο με το δικό του τρόπο. Το μήκος του γιάρι ποικίλει από 1,60μ. έως 6,5 μ. και μπορεί να αντικρούσει σχεδόν οποιοδήποτε άλλο όπλο. Ο μέσος όρος του μήκους του κυμαίνεται γύρω στα 2,80 μ.
Το κλειδί για το χειρισμό του γιάρι είναι οι γρήγορες εναλλαγές της απόστασης, για να προκύψει όφελος από το μήκος του κονταριού. Το γιάρι μοιάζει πολύ με το ξύλινο τζο και είναι γνωστό πως ο Μιγιαμότο Μουσάσι δέχτηκε στη ζωή του μόνο μια ήττα - από ένα μοναχό με τζο.
Το γιάρι είναι παραδοσιακά το όπλο ενός άνδρα και ενός σαμουράι. Υπάρχει η αληθινή ιστορία ενός Γιαπωνέζου πωλητή μαγειρικoύ λαδιού, ο οποίος ενώ πουλούσε το λάδι, το έχυνε σε δοχείο δια μέσου ενός μικρού δαχτυλιδιού, Χωρίς όμως να το βρέχει. Διαλαλούσε ότι όποιος κατάφερνε το ίδιο, θα του έδινε το λάδι δωρεάν. Ένας σαμουράι που είδε την επίδειξη, συνεχάρηκε τον πωλητή για την ικανότητά του και τον συμβούλεψε ότι θα μπορούσε να γίνει σαμουράι. Έτσι ενθαρρυμένος, ο πωλητής αγόρασε ένα γιάρι και προπονήθηκε, αφού τοποθέτησε ένα στόχο μέσα σε βαρέλι. Μετά άρχισε να ρίχνει μέσα στο στόμιο του βαρελιού, επιτιθέμενος απο διαφορετικές γωνίες. Λόγω αυτής της ικανότητας ανέλαβε τη θέση του σωματοφύλακα σε ένα ντάιμγιο (αφέντη) και χρησιμοποιώντας την ικανότητά του, με ραδιουργίες και πονηριά, έγινε σημαντικός άρχοντας και κυβερνήτης μίας επαρχίας.
Ναγκινάτα:
Είναι ο λογχοπέλεκυς. Είναι ένα δόρυ με δύο άκρα, με μεγάλη λόγχη στο ένα και με καμπυλωτή λεπίδα (πέλεκυς) στο άλλο. Υπάρχουν πολλά είδη. Το ναγκινάτα συνήθως περιγράφεται σαν τσεκούρι στην άκρη ενός μακριού κονταριού, που χρησιμοποιείται για να σκίζει την πανοπλία.
Το ναγκινάτα ήταν το ευνοούμενο όπλο, παραδοσιακό στην πραγματικότητα, των ιερών των ναών. Συχνά συναντάμε στις παλιές ζωγραφιές, φρουρούς των ναών και των παλατιών, οπλισμένους με ναγκινάτα, οι οποίοι όφειλαν να σταματούν τους επερχόμενους έφιππους και τα στρατεύματα.
Για κάποιο λόγο σήμερα, το ναγκινάτα συνήθως διδάσκεται σαν γυναικείο όπλο, στις Γιαπωνέζες στα κέντο-ντότζο. Ίσως επειδή χρειάζεται χάρη και συντονισμό, περισσότερο, από τότε που χρησιμοποιόταν στις επιθέσεις και στις οπισθοχωρήσεις και που δινόταν μεγαλύτερη σημασία στην κοφτερή του λειτουργία.
Ναγκιμάκι:
Είναι ένα ξίφος με μακριά λαβίδα. Κατά την διάρκεια του εμφύλιου πολέμου στην ιαπωνία,1300 έως 1600, κατασκευάστηκαν με απεριόριστη σπατάλη περίεργα και εξειδικευμένα όπλα. Ένα από αυτά ήταν το ναγκιμάκι. Ξίφος με μακριά λαβή, όπως το ναγκινάτα, είχε επίσης τσούμπα και μεγάλη λεπίδα σπαθιού.
Κατά τη χρησιμοποίησή του, η λαβή επέτρεπε στον πολεμιστή να στριφογυρίζει το ναγκινάμι πάνω από το κεφάλι του, με συνεχείς κοφτές κινήσεις. Το μήκος της λεπίδας τον εξυπηρετούσε, για να χτυπά εξοπλισμένους ιππείς. Το ναγκινάτα και το ναγκιμάκι έδιναν την δυνατότητα στον αμυνόμενο να τεμαχίσει στο γόνατο, το πόδι ενός αλόγου.
Νο-ντάτσι:
Είναι ένα μεγάλο σπαθί. Είναι αξιοσημείωτο η ύπαρξη ειδικού μακριού σπαθιού, ονομαζόμενου νο-ντάτσι. Ήταν ένα ασυνήθιστα μακρύ, βαρύ σπαθί που το κρέμαγαν στην πλάτη.
Κουσάρι-γκάμα:
Είναι ένα δρεπάνι δεμένο στην άκρη μιας αλυσίδας στην άλλη άκρη της οποίας συνδέεται μια σφαίρα-βαρίδι. Κατά την διάρκεια της ανάπτυξης της Ιαπωνία, ένας ντάιμγιο μπορούσε να διατάξει ό,τι ήθελε τους ανθρώπους του, δηλ. τους χωρικούς, τους σαμουράι και τους στρατιωτικούς, που ζούσαν στο φέουδό του. Κάποτε ένας φημισμένος άρχοντας, ενώ γινόντουσαν οι προετοιμασίες για πόλεμο, διέταξε όλους τους άνδρες της επικράτειάς του, μεταξύ 17 και 70 χρονών, να συγκεντρωθούν στο ανάκτορό του, ο κάθε ένας με ένα μαχαίρι ή ξίφος ή πυροβόλο και όσοι δεν είχαν όπλα με δρεπάνια ή οτιδήποτε άλλο για να βοηθήσουν στον πόλεμο.
Έτσι πολλά όπλα φτιάχτηκαν από τα υπάρχοντα εργαλεία. Το κουσάρι-γκάμα είναι ένα από αυτά. Στο "Βιβλίο των Πέντε Δαχτυλιδιών" αναφέρεται ότι ο Μιγιαμότο Μουσάσι αντιμετωπίζοντας έναν γνωστό χρήστη του κουσάρι-γκάμα, κάρφωσε το στήθος του αντιπάλου του με στιλέτο (το οποίο πιθανά να είχε πετάξει), προτού τον αποτελειώσει με το σπαθί του. Το κουσάρι-γκάμα είναι δρεπάνι, που στο τελείωμα της λαβής του έχει μια αλυσίδα με βαρίδι ή σιδερένιο γάντζο στην άκρη της. Ο χρήστης του κουσάρι-γκάμα, στριφογυρίζει πάνω από το κεφάλι του την αλυσίδα με το βαρίδι για να χτυπήσει το κεφάλι του αντιπάλου ή να παγιδεύσει τα χέρια, τα πόδια ή το όπλο του. Όταν συμπλακούν σώμα με σώμα, το δρεπάνι γίνεται φονικό όπλο, γιατί με αυτό μπορεί να χτυπήσει την πλάτη του αντιπάλου του.
Μερικοί χρήστες του κουσάρι-γκάμα στριφογυρίζουν τα δρεπάνια (κάμα) από την άκρη της αλυσίδας τους, τα πετούν στον εχθρό και τα τραβούν πίσω, απότομα και με δύναμη. Αυτή η χρήση των δρεπανιών απαιτεί ατσαλένιο έλεγχο και σιδερένια νεύρα. Πολλά από τα παραδοσιακά όπλα έπαψαν να χρησιμοποιούνται μετά από τη μάχη του Σεκίγκα-χάρα, το 1600. Μόνο ένας πραγματικός πόλεμος έγινε το καλοκαίρι και το χειμώνα του 1614-15, όπου η οικογένεια Τογιοτόμι εξολοθρεύτηκε στη μάχη του κάστρου της Οσάκα. Αν και τα στρατεύματα συγκεντρώθηκαν μετά τη μάχη, επακολούθησε επέλαση εναντίον των σχετικά ανυπεράσπιστων χριστιανών και των χωρικών. Το ξίφος και το δόρυ έγιναν τα κυρίαρχα όπλα (τα τουφέκια αντικατέστησαν τα τόξα) και πολλά από τα υπόλοιπα όπλα, όπως η πανοπλία, παρέμειναν σαν εθιμοτυπικά. Η χρήση τους είχε μάλλον μειωθεί.
Μετά την εντολή του Τοκουγκάβα, οι σαμουράι σταμάτησαν να καβαλικεύουν άλογα και έμειναν πεζοί. Αυτό επέφερε σμίκρυνση στο μέγεθος των σπαθιών και σταθεροποίησε άλλο ένα ασυνήθιστο Γιαπωνέζικο έθιμο: δεν υπήρχαν αριστερόχειρες ξιφομάχοι. (Το να χτυπήσεις άθελά σου το σάγια (τη θήκη) ενός άλλου άνδρα ήταν θανατηφόρα προσβολή. Επειδή ο δεξιόχειρας φορούσε το σπαθί του στην αριστερή πλευρά για να το βγάζει πιο εύκολα και ένας αριστερόχειρας φορούσε τη θήκη του στη δεξιά, γίνονταν πολλές μονομαχίες, όποτε τα σπαθιά και οι θήκες συγκρούονταν τυχαία).
Πολλοί δάσκαλοι του κέντο γνωρίζουν το Ιάι-ντο, την τέχνη του τραβήγματος, του χτυπήματος και της επιστροφής του σπαθιού στη θήκη του με μια κίνηση. Μερικοί τη διδάσκουν στους μαθητές τους. Επίσης, δεν είναι ασυνήθιστο να βρεις δάσκαλο του κέντο να διδάσκει στους μαθητές του το ναγκινάτα και κάπου-κάπου το γιάρι.
Μερικοί ανταγωνιστές ιάπωνες δάσκαλοι του παραδοσιακού καράτε, όπως ο Φούμιο Ντεμούρα στη Σάντα Άκα της Καλιφόρνια, κάπου-κάπου παραμερίζoυν σπουδές των άλλων μαχητικών τεχνών και διδάσκουν τη χρήση των όπλων. Αλλά σπάνια πιάνει σαν επιχείρηση. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν συλλέκτες θηκών των σπαθιών. Υπάρχουν αρκετοί δάσκαλοι του τάντο-ζούτσου και του ιάι-ντο.
Η καλύτερη λύση για τους μαθητές, που ενδιαφέρονται γι’ αυτή την εκπαίδευση, είναι να ερευνήσουν τα παραδοσιακά Γιαπωνέζικα σχολεία μαχητικών τεχνών. Πολλοί δάσκαλοι σε τούτες τις σχολές μαθαίνουν μια παραδοσιακή τέχνη για να ανεβούν, πιο ψηλά στην ιεραρχία.
Το ιδιαίτερο συναίσθημα που δημιουργείται από την εκμάθηση των όπλων είναι αυτό της έντασης. Με το ξίφος ο μαθητής αποκτά την εμπειρία της βαθιάς αυτοσυγκέντρωσης, που ποτέ δεν ελαττώνεται. Τυχόν μετατόπιση του καρπού η μια στιγμή ταλαντευόμενης αυτοσυγκέντρωσης μπορεί να προκαλέσει, το σχίσιμο μίας χοντρής φόρμας τζούντο σε λουρίδες ή να σπάσει μια ξύλινη θήκη τόσο εύκολα, όσο μια βουτυρωμένη φρυγανιά.
Η εκπαίδευση στα όπλα είναι κάτι το ιδιαίτερο και σίγουρα δεν προτείνεται για όλους τους μαθητές. Είναι η απόλυτη αίσθηση της ταύτισης του ατόμου με το όπλο, που επιτυγχάνεται με τη θέληση, την αυτοσυγκέντρωση και την προπόνηση. Μερικοί αθλητές του καράτε περιφρονούν τα όπλα και χρησιμοποιούν μόνο το σώμα και το μυαλό τους σαν όπλα. Είναι μια άλλη άποψη του θέματος. Αλλά υπάρχει χώρος και για τις δύο απόψεις, που πλαισιώνεται κι ενισχύεται από τη δύναμη του μυαλού.
Η ιστορία εξελίσσεται γύρω στο 700 μ.Χ. στην Ιαπωνία.
Ένας Γιαπωνέζος κατασκευαστής σπαθιών, που ονομαζόταν Αμακούνι, έκλαιγε, καθώς παρακολουθούσε την αξιολύπητη επιστροφή των τραυματισμένων στρατιωτών της Επαρχίας Γιαμάτο, ύστερα από την ήττα τους. Έμπαιναν στο σιδηρουργείο του και του έδειχναν τα σπασμένα σπαθιά, που είχαν καταστραφεί κατά την διάρκεια της μάχης.
Ο Αμακούνι ορκίστηκε πως ποτέ πια δεν θα αισθανόταν υπεύθυνος για το θάνατο των φίλων του και των γειτόνων του, εξαιτίας των σπαθιών του, που έσπασαν την ώρα της μάχης. Μερικοί είπαν ότι ήταν θεία έμπνευση, όμως μετά από αυτό το γεγονός, εκείνο το χρόνο ο Αμακούνι κατασκεύασε το περίφημο παραδοσιακό Γιαπωνέζικο σπαθί!
Τον επόμενο χρόνο πλέον έκλαψε από χαρά, καθώς όλοι οι στρατιώτες επέστρεψαν στην πατρίδα, κραδαίνοντας τα γερά σπαθιά τους πάνω από τα κεφάλια τους, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ενώ περνούσαν από την ανοιχτή πόρτα του σιδηρουργείου του.
Από τότε, το μοναδικό Γιαπωνέζικο όπλο που αντιμετώπιζαν οι εχθροί, ήταν το σπαθί. Και γιατί όχι, αφού δοκίμαζαν τα μεγάλα σπαθιά, κόβοντας εφτά αιχμαλώτους στη μέση με ένα μόνο χτύπημα. Μετά έριχναν μια μονή κλωστή από μετάξι στην ίδια λεπίδα, που θα μπορούσε να κοπεί στα δύο και μόνο από το βάρος της.
Οι κατασκευαστές σπαθιών ήταν σχεδόν θεοί. Τα σπουδαία σπαθιά του Μουσαμούνε φημίζονταν για το ότι δεν χρειαζόντουσαν ακόνισμα για 1000 χρόνια. Και οι λεπίδες του Μουραμάσου, μαθητή του Moυσαμoύνε, έλεγαν, πως "δίψαγαν για αίμα".
Παρ 'όλα αυτά, το γεγονός και μόνο πως κάθε Γιαπωνέζος πολεμιστής ήταν ξιφομάχος, τα τελευταία 1280 χρόνια, εδραίωνε την αλήθεια. Μια αυθεντική λεπίδα του Αμακούνι στοιχίζει σήμερα όσο ένα τζετ F-16. Άμα αποκτήσεις ένα σπαθί του Μουσαμούνε, αυτομάτως γίνεσαι εκατομμυριούχος. Ακόμα και μ' ένα σπαθί του Μουραμάσου, από Φορντ αποκτάς Ρολς Ρόυς!
Αυτά ισχύουν στη σημερινή εποχή... Χιλιάδες χρόνια πριν, ένα καλό σπαθί άξιζε όσα κέρδιζε ένας άνθρωπος σε τρία με τέσσερα χρόνια. Το παραδοσιακό ξίφος ήταν ένα καλάμι από μπαμπού. Το μπαμπού ήταν φθηνό και απέδιδε καλά, οι Γιαπωνέζοι, ανέκαθεν ήταν πρακτικοί άνθρωποι.
Οι πιο φημισμένοι παλιοί σαμουράι διακρίθηκαν σαν μεγάλοι τοξότες ή λογχοφόροι. Ο Μιναμότο Γιοριγιόσι επιλέχθηκε για να οδηγήσει τα στρατεύματα εναντίον των Φούσου το 1063 επειδή, εκτός του ότι ήταν γενναίος και σοφός, ήταν και σπουδαίος τοξότης.
Σύμφωνα με την παράδοση οι θεοί έδωσαν στους αυτοκράτορες τρεις θησαυρούς: το σπαθί, τα κοσμήματα και τον καθρέφτη. Αλλά οι πρώτοι πόλεμοι διεξάγονταν πάνω στο άλογο - τουλάχιστον από τους αρχηγούς. Οι Φούσου, τους οποίους ο Μιναμότο σύντριψε, ήταν διακεκριμένοι τοξότες.
Οι ικανότητες στην τοξοβολία ονομάζονταν “κύου-ζούτσου”. Έφτασαν σε τόσο μεγάλα ύψη ανάπτυξης ώστε το μπουσίντο, (η συμπεριφορά του πολεμιστή) ήταν επίσης γνωστό σαν "η συμπεριφορά του τόξου και του αλόγου".
Όλα τα Γιαπωνέζικα όπλα απαιτούσαν μεγάλη δεξιοτεχνία και δύναμη. Αλλά η τοξοβολία, διδασκόταν σαν θρησκευτική ιεροτελεστία και χρειαζόταν, περισσότερο χρόνο εκμάθησης και μεγαλύτερη αυτοσυγκέντρωση, ίσως περισσότερη απ’ ότι τα άλλα όπλα. Ήταν για τους αριστοκράτες και σπάνια στις μάχες υπήρχε τοξότης που προερχόταν από τις λαϊκές μάζες. Το Γιαπωνέζικο έθιμο για τους τοξότες ήταν να αγωνίζονται με το άλογό τους στη πρώτη γραμμή και να ανταλλάσσουν βέλη με τον εχθρό, ιδίως καλπάζοντας. Όταν η θήκη του άδειαζε, τότε ο τοξότης μπορούσε να επιστρέψει στα μετόπισθεν. Με αυτό τον τρόπο, ο σαμουράι μπορούσε να επιδείξει το θάρρος και την επιδεξιότητά του σαν άτομο πλέον μπροστά από τους δύο στρατούς.
Τα παραδοσιακά όπλα περιλαμβάνουν τουλάχιστον 12 είδη:
Κατάνα:
Είναι το Γιαπωνέζικο μακρύ ξίφος. Υπάρχουν παραλλαγές, αλλά γύρω στο 700 π.Χ. η κατάνα έχει μια λεπίδα, με μονή κόψη μήκους δύο έως πέντε ποδιών, χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε την τσούκα (λαβή). Το ατσάλι έχει σφυρηλατηθεί μέσα σε λεπτά φύλλα μετάλλου και έχει τυλιχθεί μέσα σ’ αυτά. Αυτά τα φύλλα του μετάλλου τα ζεσταίνουν, τα σφυρηλατούν και τα ενώνουν μεταξύ τους. Μια καρδιά μαλακού σιδήρου την τυλίγουν σε φλούδα από το διπλωμένο αυτό ατσάλι και βάζουν μέτριας σκληρότητας ατσάλι στο πίσω μέρος και στα πλάγια της λεπίδας και πολύ σκληρό ατσάλι στην κοφτερή ακμή της. Κατά την επεξεργασία, το μήκος της λεπίδας παίρνει μια χαρακτηριστική καμπύλη, επειδή η κοφτερή άκρη είναι λεπτότερη από την πίσω πλευρά της λεπίδας. Καθώς η κατεργασία γίνεται σε διαφορετικά μέρη της λεπίδας κάτω από διαφορετικές θερμοκρασίες, είναι δυνατή η κατασκευή πολύ σκληρής, και εύθραυστης κοφτερής ακμής, πιο κοφτερής και από ένα τέλειο ξυράφι, ενώ το μαλακότερο μέταλλο στα πλάγια, στο κέντρο και στο πίσω μέρος της λεπίδας, έχει τη δύναμη και την αντοχή του μέτριας σκληρότητας ατσαλιού.
Αντίθετα με τα περισσότερα σπαθιά της Δύσης, τα Γιαπωνέζικα χρησιμοποιούνται για να σχίζουν και όχι για να κατακρεουργούν.
Στην επίθεση ο ξιφομάχος φέρνει τη λεπίδα μπροστά του (ή την τινάζει απότομα μακριά) κυριολεκτικά φράσσοντας το δρόμο στον αντίπαλό του. Η απόκρουση γίνεται με το πίσω ή με το πλαϊνό μέρος της λεπίδας. Αλλά συνήθως η άμυνα στο κενζούτσου, την τέχνη της Γιαπωνέζικης ξιφομαχίας, περιλαμβάνει ελιγμούς.
Οι διαφορές στο μήκος του ξίφους οφείλονται, στις διαφορετικές φάσεις της ιστορίας. Όταν οι σαμουράι ήταν έφιπποι, οι μακριές λεπίδες ήταν απαραίτητες για να φτάνουν τον αντίπαλο που ήταν στο έδαφος. Αυτά τα μακριά σπαθιά κρέμονταν απο ένα σχοινί, δεμένο στην “όμπι” (ζώνη) του έφιππου ξιφομάχου και ονομάζονταν "τάτσι". Μετά το 1600, οι περισσότεροι σαμουράι δεν μπορούσαν να έχουν άλογα. Τα κρεμασμένα τάτσι ήταν σε κλίση, και οι ξιφομάχοι σκόνταφταν. Γι’ αυτό κόντυναν τα σπαθιά τα οποία τώρα φορούσαν χωμένα μέσα στην όμπι, με την λεπίδα προς τα πάνω. Αυτά τα ξίφη τα ονόμασαν Κατάνα. Πολλά παλιά σπαθιά μετά το 1600 σμικρύνθηκαν σε μέγεθος για να φοριούνται σαν τα κατάνα.
Βακιζάσι:
Είναι το συμπληρωματικό σπαθί. Ο σαμουράι ήταν τίτλος, παρεμφερής με αυτόν του υπηρέτη.
Η δουλειά του σαμουράι ήταν σαν του στρατιώτη και το έμβλημα της τάξης του και των υπηρεσιών του, ήταν δύο σπαθιά χωμένα στη ζώνη. Το μήκος του βακιζάσι είναι μεγαλύτερο από ένα σάκου (περίπου 30 εκατ.) και μικρότερο από δύο σάκου. Το μήκος της λεπίδας πάντα υπολογίζεται απο την αιχμηρή άκρη μέχρι το τέλος της ράχης του σπαθιού. Υπάρχουν διάφορα στυλ ξιφομαχίας με βακιζάσι, αλλά η κυριότεροι χρησιμοποίησή του, κατά την εποχή των Τοκαγκάβα, ήταν σαν σύμβολο της τάξης των σαμουράι. Αυτό δεν σημαίνει πως το βακιζάσι δεν είναι όπλο. Στα αρχοντικά των ντάιμγιο (αφεντάδων) και των αριστοκρατών, δεν επιτρεπόταν σ’ ένα σαμουράι να φέρει μακρύ ξίφος. Είχε όμως πάντα μαζί του το βακιζάσι, το συμπληρωματικό ξίφος.
Ο Ασάνο Ναγκανόρι, ο ντάιμγιο του κάστρου Άκο σκοτώθηκε από βακιζάσι, στο ηρωικό επεισόδιο με τους 47 σαμουράι. Ο Ασάνο, στο παλάτι των σογκούν (αρχόντων του στρατού), τράβηξε το βακιζάσι του, και μέσα στην οργή του, τραυμάτισε τον Κίρα Γιοσιχίσα, ανώτερο του, αρχηγό του πρωτοκόλλου, που είχε διαπληκτιστεί μαζί του. Το γεγονός, ότι ο Ασάνο τράβηξε το μικρό του ξίφος μέσα στο παλάτι, άσχετα με το ότι τραυμάτισε τον Κίρα, τον οδήγησε στο σεπούκου (τελετουργική αυτοκτονία) και ολόκληρη η φυλή του στερήθηκε του δικαιώματος ψήφου. Όλοι ξέρουν ασφαλώς την ιστορία των 47 ρόνιν (σαμουράι χωρίς αφέντη), που σχεδίαζαν για ένα χρόνο την γνωστή τιμωρία του Κίρα, προτού κάνουν σεπoύκoυ οι ίδιοι.
Οι ρονίν, τυχαία, ήταν πότε πρόσκαιρα, πότε μόνιμα σαμουράι χωρίς συγκεκριμένο αφέντη. Μερικές φορές οι σαμουράι έπαιρναν την εντολή να γίνουν ρονίν, για να εκπαιδευτούν οι ίδιοι για κάποιο σκοπό, πράγμα το οποίο θα αντανακλούσε ντροπή στη φυλή εκείνου του σαμουράι που θα αποτύγχανε. Παρ’ όλα αυτά, οι ρονίν ήταν άνθρωποι απελπισμένοι. Το δραματικότερο απ' όλα, ήταν ότι, όταν έχαναν τις θέσεις τους, έθαβαν το συμπληρωματικό ξίφος τους στο πλάι του δρόμου, γεγονός που συμβόλιζε τη μοίρα τους.
Οι Γιαπωνέζοι αναγνωρίζουν επίσημα ένα κανονικό σχολείο μαχητικής τέχνης, το οποίο περιλαμβάνει ξιφομαχία και με μακρύ και με κοντό σπαθί συγχρόνως, Ονομάζεται “νέιτο” και επινοήθηκε από το Μιγιαμότο Μουσάσι, θρυλικό Γιαπωνέζο ξιφομάχο.
Παρ’ όλα αυτά, όλοι οι άλλοι μεγάλοι ξιφομάχοι χρησιμοποιούσαν το Γιαπωνέζικο ξίφος και με τα δύο χέρια. Το βακιζάσι το μεταχειριζόντουσαν, όταν ξιφομαχούσαν μέσα σε σπίτι.
Ένα βακιζάσι μπορεί να φτιαχτεί ακριβώς όπως μια κατάνα, μόνο που γίνεται μικρότερο. Συνήθως κατασκευάζεται από μονό κομμάτι καλοδιπλωμένου μετάλλου. Το μικρότερο μέγεθος δεν απαιτεί ίδια σκληρότητα με το μεγαλύτερο, (όπως η κατάνα, που επιτυγχάνεται με το συνδυασμό μαλακού, μεσαίου και σκληρού ατσαλιού),
Τάντο:
Είναι το στιλέτο μήκους μικρότερου από 30 εκ. Στη Γιαπωνέζικη οπλοποιία, υπάρχουν πολλά είδη, τάντο. Υπάρχει ακόμα μαχαίρι για αυτοάμυνα γυναικών. Υπάρχει η φήμη ότι με αυτό αυτοκτονούσαν για να περισώσουν την τιμή τους. Η συνηθέστερη μέθοδος αυτοκτονίας των γυναικών ήταν να κόβουν τις φλέβες τους. Οι περισσότερες κανονικές αυτoκτoνίες γινόντουσαν επίσης με το τάντο. Τύλιγαν τη λαβή και το χαμηλότερο άκρο της λεπίδας με άσπρο χαρτί, Αυτός που αυτοκτονούσε, έχωνε το μαχαίρι όσο πιο βαθιά μπορούσε στην αριστερή πλευρά της κοιλιάς του και προσπαθούσε να το σύρει μέχρι τη δεξιά πλευρά. Αλλάζοντας τον τρόπο πιασίματος του μαχαιριού, ανέβαζε την λεπίδα, κόβοντας τις νόθες πλευρές και τρυπώντας τους πνεύμονες. Ο καϊσάκου (βοηθός του), μπορούσε να αποκεφαλίσει αυτόν που αυτοκτονούσε τη στιγμή που ακόμα το αίμα έτρεχε. Συνήθως, ο αυτόχειρας και ο βοηθός συμφωνούσαν από πριν, ποτέ θα γίνει ο αποκεφαλισμός, είτε με ένα σινιάλο, όπως κλίση του κεφαλιού, είτε όταν το χέρι αυτού που αυτοκτονούσε έπαυε να μετακινεί το μαχαίρι. Το μακρύτερο και βαθύτερο κατά το δυνατόν κόψιμο ήταν επιβεβαίωση θάρρους και αποδοχής του κώδικα των σαμουράι, σύμφωνα με τον οποίο "ο θάνατος δεν είναι τίποτα παρά ένα φτερό".
Τα πρώτα χρόνια του ιαπωνικού πολέμου, όταν οι σαμουράι φορούσαν τα μακριά τους σπαθιά με το στυλ “τάτσι”, συνήθως είχαν μαζί τους και ένα “τάντο”. Το πιο χρήσιμο τάντο ονομαζόταν "κοφτερή αρματωσιά". Ήταν μια φοβερά βαριά λεπίδα, με τριγωνική διαγώνια τομή και ήταν προορισμένη για να διαπερνά το θώρακα.
Αν και τα κατάνα και βακιζάσι συνήθως έχουν πάντα μία “τσούμπα” (θήκη), το τάντο άλλοτε έχει και άλλοτε όχι. Είναι απλώς ένα είδος, δεν έχει καμία σχέση με τη λεπίδα.
Σoύρικεν:
Είναι απλής η διπλής αιχμής μαχαίρια χωρίς λαβές, Το μεγαλύτερο έχει μήκος περίπου 25,4 εκατ. Κυρίως το σούρικεν χρησιμοποιείται για να πετιέται στα μάτια του εχθρού.
Σάκεν:
Είναι μαχαίρια και αυτά χωρίς λαβή, με τρεις η περισσότερες αιχμές.
Γιούμι:
Είναι το τόξο. Το Γιαπωνέζικο τόξο κατασκευάστηκε για τους έφιππους πολεμιστές. Το πάνω μέρος του τόξου είναι μεγαλύτερο από το κάτω. Αρχίζοντας με το τόξο στην κανονική του θέση ο τοξότης το κρατάει κατά μήκος του χεριού πάνω από το κεφάλι και περνάει το βέλος. Καθώς κατεβάζει τα χέρια του, τραβάει το βέλος, μέχρι να τεντωθεί τελείως το τόξο, αφήνoντάς το όταν το βέλος βρίσκεται στο ύψος του προσώπου. Η δύναμη για το τέντωμα του τόξου μπορεί να υπερβεί τα 50 κιλά και δυνατοί, αγύμναστοι άνδρες μπορεί να αποτύχουν στην πρώτη δοκιμή τεντώματος του τόξου.
Οι Γιαπωνέζοι χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν το τόξο. Το μακρύ και το κοντό τόξο, είχαν σχεδιαστεί για να κάνουν τους έφιππους τοξότες πιο αποτελεσματικούς. Το γιούμι είναι κατασκευασμένο από λουρίδες μπαμπού και από άλλα υλικά κολλημένα μεταξύ τους και λουστραρισμένα με λάκα.
Το κύου-ζούτσου άρχισε να παρακμάζει κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Kαι ενώ χρειαζόντουσαν χρόνια για να εκπαιδευτεί ο τοξότης, με την εμφάνιση των πυροβόλων στην Ιαπωνία εκείνη την εποχή, ήταν ζήτημα ωρών να μετατραπεί ένας αγρότης σε στρατιώτη.
Γιάρι:
Είναι ένα δόρυ με μικρό κεφάλι. Το πιο λεπτό από όλα τα όπλα, σχεδιασμένο με το δικό του τρόπο. Το μήκος του γιάρι ποικίλει από 1,60μ. έως 6,5 μ. και μπορεί να αντικρούσει σχεδόν οποιοδήποτε άλλο όπλο. Ο μέσος όρος του μήκους του κυμαίνεται γύρω στα 2,80 μ.
Το κλειδί για το χειρισμό του γιάρι είναι οι γρήγορες εναλλαγές της απόστασης, για να προκύψει όφελος από το μήκος του κονταριού. Το γιάρι μοιάζει πολύ με το ξύλινο τζο και είναι γνωστό πως ο Μιγιαμότο Μουσάσι δέχτηκε στη ζωή του μόνο μια ήττα - από ένα μοναχό με τζο.
Το γιάρι είναι παραδοσιακά το όπλο ενός άνδρα και ενός σαμουράι. Υπάρχει η αληθινή ιστορία ενός Γιαπωνέζου πωλητή μαγειρικoύ λαδιού, ο οποίος ενώ πουλούσε το λάδι, το έχυνε σε δοχείο δια μέσου ενός μικρού δαχτυλιδιού, Χωρίς όμως να το βρέχει. Διαλαλούσε ότι όποιος κατάφερνε το ίδιο, θα του έδινε το λάδι δωρεάν. Ένας σαμουράι που είδε την επίδειξη, συνεχάρηκε τον πωλητή για την ικανότητά του και τον συμβούλεψε ότι θα μπορούσε να γίνει σαμουράι. Έτσι ενθαρρυμένος, ο πωλητής αγόρασε ένα γιάρι και προπονήθηκε, αφού τοποθέτησε ένα στόχο μέσα σε βαρέλι. Μετά άρχισε να ρίχνει μέσα στο στόμιο του βαρελιού, επιτιθέμενος απο διαφορετικές γωνίες. Λόγω αυτής της ικανότητας ανέλαβε τη θέση του σωματοφύλακα σε ένα ντάιμγιο (αφέντη) και χρησιμοποιώντας την ικανότητά του, με ραδιουργίες και πονηριά, έγινε σημαντικός άρχοντας και κυβερνήτης μίας επαρχίας.
Ναγκινάτα:
Είναι ο λογχοπέλεκυς. Είναι ένα δόρυ με δύο άκρα, με μεγάλη λόγχη στο ένα και με καμπυλωτή λεπίδα (πέλεκυς) στο άλλο. Υπάρχουν πολλά είδη. Το ναγκινάτα συνήθως περιγράφεται σαν τσεκούρι στην άκρη ενός μακριού κονταριού, που χρησιμοποιείται για να σκίζει την πανοπλία.
Το ναγκινάτα ήταν το ευνοούμενο όπλο, παραδοσιακό στην πραγματικότητα, των ιερών των ναών. Συχνά συναντάμε στις παλιές ζωγραφιές, φρουρούς των ναών και των παλατιών, οπλισμένους με ναγκινάτα, οι οποίοι όφειλαν να σταματούν τους επερχόμενους έφιππους και τα στρατεύματα.
Για κάποιο λόγο σήμερα, το ναγκινάτα συνήθως διδάσκεται σαν γυναικείο όπλο, στις Γιαπωνέζες στα κέντο-ντότζο. Ίσως επειδή χρειάζεται χάρη και συντονισμό, περισσότερο, από τότε που χρησιμοποιόταν στις επιθέσεις και στις οπισθοχωρήσεις και που δινόταν μεγαλύτερη σημασία στην κοφτερή του λειτουργία.
Ναγκιμάκι:
Είναι ένα ξίφος με μακριά λαβίδα. Κατά την διάρκεια του εμφύλιου πολέμου στην ιαπωνία,1300 έως 1600, κατασκευάστηκαν με απεριόριστη σπατάλη περίεργα και εξειδικευμένα όπλα. Ένα από αυτά ήταν το ναγκιμάκι. Ξίφος με μακριά λαβή, όπως το ναγκινάτα, είχε επίσης τσούμπα και μεγάλη λεπίδα σπαθιού.
Κατά τη χρησιμοποίησή του, η λαβή επέτρεπε στον πολεμιστή να στριφογυρίζει το ναγκινάμι πάνω από το κεφάλι του, με συνεχείς κοφτές κινήσεις. Το μήκος της λεπίδας τον εξυπηρετούσε, για να χτυπά εξοπλισμένους ιππείς. Το ναγκινάτα και το ναγκιμάκι έδιναν την δυνατότητα στον αμυνόμενο να τεμαχίσει στο γόνατο, το πόδι ενός αλόγου.
Νο-ντάτσι:
Είναι ένα μεγάλο σπαθί. Είναι αξιοσημείωτο η ύπαρξη ειδικού μακριού σπαθιού, ονομαζόμενου νο-ντάτσι. Ήταν ένα ασυνήθιστα μακρύ, βαρύ σπαθί που το κρέμαγαν στην πλάτη.
Κουσάρι-γκάμα:
Είναι ένα δρεπάνι δεμένο στην άκρη μιας αλυσίδας στην άλλη άκρη της οποίας συνδέεται μια σφαίρα-βαρίδι. Κατά την διάρκεια της ανάπτυξης της Ιαπωνία, ένας ντάιμγιο μπορούσε να διατάξει ό,τι ήθελε τους ανθρώπους του, δηλ. τους χωρικούς, τους σαμουράι και τους στρατιωτικούς, που ζούσαν στο φέουδό του. Κάποτε ένας φημισμένος άρχοντας, ενώ γινόντουσαν οι προετοιμασίες για πόλεμο, διέταξε όλους τους άνδρες της επικράτειάς του, μεταξύ 17 και 70 χρονών, να συγκεντρωθούν στο ανάκτορό του, ο κάθε ένας με ένα μαχαίρι ή ξίφος ή πυροβόλο και όσοι δεν είχαν όπλα με δρεπάνια ή οτιδήποτε άλλο για να βοηθήσουν στον πόλεμο.
Έτσι πολλά όπλα φτιάχτηκαν από τα υπάρχοντα εργαλεία. Το κουσάρι-γκάμα είναι ένα από αυτά. Στο "Βιβλίο των Πέντε Δαχτυλιδιών" αναφέρεται ότι ο Μιγιαμότο Μουσάσι αντιμετωπίζοντας έναν γνωστό χρήστη του κουσάρι-γκάμα, κάρφωσε το στήθος του αντιπάλου του με στιλέτο (το οποίο πιθανά να είχε πετάξει), προτού τον αποτελειώσει με το σπαθί του. Το κουσάρι-γκάμα είναι δρεπάνι, που στο τελείωμα της λαβής του έχει μια αλυσίδα με βαρίδι ή σιδερένιο γάντζο στην άκρη της. Ο χρήστης του κουσάρι-γκάμα, στριφογυρίζει πάνω από το κεφάλι του την αλυσίδα με το βαρίδι για να χτυπήσει το κεφάλι του αντιπάλου ή να παγιδεύσει τα χέρια, τα πόδια ή το όπλο του. Όταν συμπλακούν σώμα με σώμα, το δρεπάνι γίνεται φονικό όπλο, γιατί με αυτό μπορεί να χτυπήσει την πλάτη του αντιπάλου του.
Μερικοί χρήστες του κουσάρι-γκάμα στριφογυρίζουν τα δρεπάνια (κάμα) από την άκρη της αλυσίδας τους, τα πετούν στον εχθρό και τα τραβούν πίσω, απότομα και με δύναμη. Αυτή η χρήση των δρεπανιών απαιτεί ατσαλένιο έλεγχο και σιδερένια νεύρα. Πολλά από τα παραδοσιακά όπλα έπαψαν να χρησιμοποιούνται μετά από τη μάχη του Σεκίγκα-χάρα, το 1600. Μόνο ένας πραγματικός πόλεμος έγινε το καλοκαίρι και το χειμώνα του 1614-15, όπου η οικογένεια Τογιοτόμι εξολοθρεύτηκε στη μάχη του κάστρου της Οσάκα. Αν και τα στρατεύματα συγκεντρώθηκαν μετά τη μάχη, επακολούθησε επέλαση εναντίον των σχετικά ανυπεράσπιστων χριστιανών και των χωρικών. Το ξίφος και το δόρυ έγιναν τα κυρίαρχα όπλα (τα τουφέκια αντικατέστησαν τα τόξα) και πολλά από τα υπόλοιπα όπλα, όπως η πανοπλία, παρέμειναν σαν εθιμοτυπικά. Η χρήση τους είχε μάλλον μειωθεί.
Μετά την εντολή του Τοκουγκάβα, οι σαμουράι σταμάτησαν να καβαλικεύουν άλογα και έμειναν πεζοί. Αυτό επέφερε σμίκρυνση στο μέγεθος των σπαθιών και σταθεροποίησε άλλο ένα ασυνήθιστο Γιαπωνέζικο έθιμο: δεν υπήρχαν αριστερόχειρες ξιφομάχοι. (Το να χτυπήσεις άθελά σου το σάγια (τη θήκη) ενός άλλου άνδρα ήταν θανατηφόρα προσβολή. Επειδή ο δεξιόχειρας φορούσε το σπαθί του στην αριστερή πλευρά για να το βγάζει πιο εύκολα και ένας αριστερόχειρας φορούσε τη θήκη του στη δεξιά, γίνονταν πολλές μονομαχίες, όποτε τα σπαθιά και οι θήκες συγκρούονταν τυχαία).
Πολλοί δάσκαλοι του κέντο γνωρίζουν το Ιάι-ντο, την τέχνη του τραβήγματος, του χτυπήματος και της επιστροφής του σπαθιού στη θήκη του με μια κίνηση. Μερικοί τη διδάσκουν στους μαθητές τους. Επίσης, δεν είναι ασυνήθιστο να βρεις δάσκαλο του κέντο να διδάσκει στους μαθητές του το ναγκινάτα και κάπου-κάπου το γιάρι.
Μερικοί ανταγωνιστές ιάπωνες δάσκαλοι του παραδοσιακού καράτε, όπως ο Φούμιο Ντεμούρα στη Σάντα Άκα της Καλιφόρνια, κάπου-κάπου παραμερίζoυν σπουδές των άλλων μαχητικών τεχνών και διδάσκουν τη χρήση των όπλων. Αλλά σπάνια πιάνει σαν επιχείρηση. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν συλλέκτες θηκών των σπαθιών. Υπάρχουν αρκετοί δάσκαλοι του τάντο-ζούτσου και του ιάι-ντο.
Η καλύτερη λύση για τους μαθητές, που ενδιαφέρονται γι’ αυτή την εκπαίδευση, είναι να ερευνήσουν τα παραδοσιακά Γιαπωνέζικα σχολεία μαχητικών τεχνών. Πολλοί δάσκαλοι σε τούτες τις σχολές μαθαίνουν μια παραδοσιακή τέχνη για να ανεβούν, πιο ψηλά στην ιεραρχία.
Το ιδιαίτερο συναίσθημα που δημιουργείται από την εκμάθηση των όπλων είναι αυτό της έντασης. Με το ξίφος ο μαθητής αποκτά την εμπειρία της βαθιάς αυτοσυγκέντρωσης, που ποτέ δεν ελαττώνεται. Τυχόν μετατόπιση του καρπού η μια στιγμή ταλαντευόμενης αυτοσυγκέντρωσης μπορεί να προκαλέσει, το σχίσιμο μίας χοντρής φόρμας τζούντο σε λουρίδες ή να σπάσει μια ξύλινη θήκη τόσο εύκολα, όσο μια βουτυρωμένη φρυγανιά.
Η εκπαίδευση στα όπλα είναι κάτι το ιδιαίτερο και σίγουρα δεν προτείνεται για όλους τους μαθητές. Είναι η απόλυτη αίσθηση της ταύτισης του ατόμου με το όπλο, που επιτυγχάνεται με τη θέληση, την αυτοσυγκέντρωση και την προπόνηση. Μερικοί αθλητές του καράτε περιφρονούν τα όπλα και χρησιμοποιούν μόνο το σώμα και το μυαλό τους σαν όπλα. Είναι μια άλλη άποψη του θέματος. Αλλά υπάρχει χώρος και για τις δύο απόψεις, που πλαισιώνεται κι ενισχύεται από τη δύναμη του μυαλού.
-
- Δημοσιεύσεις: 2470
- Εγγραφή: Παρ Μάιος 15, 2009 7:46 pm
- Has thanked: 387 times
- Been thanked: 111 times
Re: ΜΑΧΑΙΡΙΑ...
μιας και αναφερθηκε για τους ελεγχους πριν την επιβιβαση φακος επιτρεπεται?
η να τον εχω στις αποσκευες??
η να τον εχω στις αποσκευες??
- Koubilaihan
- Δημοσιεύσεις: 832
- Εγγραφή: Παρ Μάιος 15, 2009 7:34 pm
- Has thanked: 1 time
- Been thanked: 0
Re: ΜΑΧΑΙΡΙΑ...
Αν είναι tactical, με πριονοτό bezel καλύτερα στις αποσκευές...
Αν είσαι σε δίλλημα, πάρτα και τα δύο.
-
- Δημοσιεύσεις: 2470
- Εγγραφή: Παρ Μάιος 15, 2009 7:46 pm
- Has thanked: 387 times
- Been thanked: 111 times
- Megalos
- Διαχειριστής
- Δημοσιεύσεις: 43119
- Εγγραφή: Τετ Μάιος 13, 2009 3:05 am
- Τοποθεσία: Athens
- Has thanked: 40268 times
- Been thanked: 8752 times
Re: ΜΑΧΑΙΡΙΑ...
snapper Δημητρη μου ωραιοτατα ποστ στο ανωτερω θεμα ..
μπραβο σου και παλι.. συνεχισε σε παρακαλω σε αυτο το ρυθμο
μπραβο σου και παλι.. συνεχισε σε παρακαλω σε αυτο το ρυθμο
Το watchfunclub στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης!
Facebook: https://www.facebook.com/groups/118633621493682/
Instagram: https://www.instagram.com/watchfunclub/
Facebook: https://www.facebook.com/groups/118633621493682/
Instagram: https://www.instagram.com/watchfunclub/