snapper έγραψε:
Υπαρχει και ο κολοκοτρωνέικος σουγιας αλλα δεν ανήκει σε σχολη..
Σουγιάς Κολοκοτρωναίικος- Πώς επεκράτησε ο όρος
Του Ηλία Μεταξά
Κατά τον εµφύλιο του Επαναστατικού Αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων η κυβέρνηση του Ναυπλίου πέτυχε πολλές νίκες κατά των Πελοποννησίων του Κολοκοτρώνη. Οι νίκες των Κυβερνητικών στην Θάνα (22-11-1824) όπου σκοτώθηκε ο Πάνος ο γυιός του Γέρου του Μοριά, στα Καλάβρυτα και στα Τρίκκαλα της Κορινθίας,όπου αιχµαλωτίσθηκε ο Γιάννης Νοταράς, ανάγκασαν τους αντικυβερνητικούς να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους.Ο Κολοκοτρώνης, ψυχικό κουρέλλι από τον σκοτωµό του πολυαγαπηµένου του γυιού και απογοητευµένος από τον εµφύλιο αλληλοσπαραγµό, παρεδόθη µε πολλούς οµοϊδεάτας του, αυτόθελα, στην κυβέρνηση του Ναυπλίου, ύστερα από τις διαβεβαιώσεις
της πως δεν θα πάθαινε τίποτα και πως θα ερχόταν σε συµβιβασµό µαζί του.
Μα η κυβέρνηση µόλις είδε ότι τον είχε στο χέρι, δεν κράτησε τον λόγο της και αποφάσισε να τον φυλακίσει.
Γι'αυτό διέταξε τον υδραίο ναυµάχο Κυριάκο Σκούρτη να συλάβει όλους τους''προσελθόντας αντάρτας?'', να τους αφοπλίσει...µέχρι σουγιά,και να τους φυλάσσει υπό περιορισµό. Στην συνέχεια ο Σκούρτης διετάχθη να τους µεταφέρει από το Ναύπλιο στην Ύδρα για να εγκλεισθούν προς φύλαξιν στο εκεί µοναστήρι του Προφήτου Ηλία.
Μαζί µε τον Κολοκοτρώνη ήταν και επίσηµα άλλα ονόµατα: Δεληγιανναίοι, Νοταράδες,Σισίνηδες, Μητροπέτροβας, Αναστασόπουλος, Γρίντζαλης, Παπατσώνης, παλικάρια του Βαλτετσιού, Γρίβας και άλλοι. Άνθρωποι δηλαδή που είχαν προσφέρει το αίµα τους για την λευτεριά της Πατρίδος.
Ο Σκούρτης συµµορφώθηκε απολύτως µε την κυβερνητική διαταγή. Και όταν άραξε η Γοργώ, το καράβι που ήρθε από την Ύδρα για την µεταφορά τους, τους οδήγησε µε συνοδεία ναυτών της και στρατιωτών στην προκυµαία για να µπαρκάρουν.
Κατά την µεταφορά τους ένα πλήθος από µεθυσµένους, πληρωµένους και βαλτούς γιουχαϊζουν τον Κολοκοτρώνη, τον φτύνουν, τον σπρώχνουν και τον τραβούν να τον ξεσκίσουν. Με βουρκωµένα µάτια ο Γέρος του Μοριά γυρίζει στους στρατιώτες:
-Κρίνετε σεις αν µου πρέπει τέτοια ντροπή.
Οι στρατιώτες επεµβαίνουν και διώχνουν τους βαλτούς.
Περνώντας τα σοκάκια φθάνουν και στο τελευταίο προς την αποβάθρα στενό, όπου στην πόρτα ενός φτωχικού ψιλικατζίδικου είδε ο Κολοκοτρώνης σ'ένα παληοζέµπιλο µερικούς φτηνοσουγιάδες, από αυτούς µε ξύλινη λαβή, για πούληµα. Γύριζει τότε προς τον πλοίαρχο που παρακολουθούσε από δίπλα και του λέει:
-Καπετάν Κυριάκο αφού µου κατέσχεσες το µαχαιράκι µου άφησέ µε τώρα να πάρω έναν ξυλοσουγιά για το ψωµί µου.
Κι εκείνος που ήταν αγαθώτατος άνθρωπος, ναυτικός τίµιος και γενναίος, το επέτρεψε χαµογελώντας µε λύπη.
Μα ο Κολοκοτρώνης δεν είχε ούτε ένα γρόσι πάνω του για να αγοράσει αυτόν τον σουγιά που έκανε τρεις παράδες. Λέει στον έµπορα:
-Χρέωσέ µε αυτόν τον σουγιά. Κολοκοτρώνη µε λένε.
Εκείνος αρπάζει το ζεµπίλι και το αδειάζει στα πόδια του Κολοκοτρώνη.
-Όλοι δικοί σου είναι στρατηγέ! του είπε συγκινηµένος.
Το επεισόδιο των ξυλοσουγιάδων διεδόθη αµέσως στο Ναύπλιο και από κει σαν την γρίππη σ'όλον τον Μοριά, και αµέσως από τότε πήρε ο ξυλοσουγιάς το όνοµα Κολοκοτρωναίικος που διατηρείται ακόµα τουλάχιστον στην Πελοπόννησο..